- βροτοφθόρος
- βροτοφθόροςman-destroyingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βροτοφθόρος — βροτοφθόρος, ον (Α) 1. εκείνος που καταστρέφει τους ανθρώπους 2. φρ. «σκῡλα βροτοφθόρα» λάφυρα από σκοτωμένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + φθόρος < φθείρω] … Dictionary of Greek
βροτοφθόρον — βροτοφθόρος man destroying masc/fem acc sg βροτοφθόρος man destroying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτοφθόρα — βροτοφθόρος man destroying neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτοφθόρε — βροτοφθόρος man destroying masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτοφθόρους — βροτοφθόρος man destroying masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτοφθόρων — βροτοφθόρος man destroying masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek